- μορφωτικός
- μορφωτικόςgiving shapemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μορφωτικός — ή, ό (ΑΜ μορφωτικός, ή, όν) [μορφώνω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μόρφωση ή αυτός που είναι ικανός ή επιτήδειος στο να μορφώνει 2. φρ. «μορφωτικά ιδεώδη» (παιδαγ.) πρότυπα από τα οποία ο παιδαγωγός εμπνέεται και τα οποία προσπαθεί να… … Dictionary of Greek
μορφωτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη μόρφωση ή συντελεί σ αυτήν: Παρακολουθώ σχεδόν όλες τις μορφωτικές εκπομπές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μορφωτικά — μορφωτικός giving shape neut nom/voc/acc pl μορφωτικά̱ , μορφωτικός giving shape fem nom/voc/acc dual μορφωτικά̱ , μορφωτικός giving shape fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορφωτικῶν — μορφωτικός giving shape fem gen pl μορφωτικός giving shape masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορφωτικόν — μορφωτικός giving shape masc acc sg μορφωτικός giving shape neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ευγενίδειο Ίδρυμα — Μορφωτικός οργανισμός. Ιδρύθηκε το 1956 με κληροδότημα του εφοπλιστή Ευγένιου Ευγενίδη (βλ. λ.). Βασικός σκοπός του είναι η χορήγηση υποτροφιών σε αριστούχους απόφοιτους τεχνικών σχολών για την επιμόρφωσή τους στο εξωτερικό. Το κτίριο του… … Dictionary of Greek
Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων — Μορφωτικός και φιλεκπαιδευτικός σύλλογος. Τον ίδρυσε το 1899 ο Δημήτριος Βικέλας, με την ηθική και πνευματική υποστήριξη πολλών λόγιων της εποχής. Ο ποιητής Γ. Δροσίνης διατέλεσε πρώτος γραμματέας του. Το Βικέλα ώθησε στην ίδρυση του Συλλόγου, ο… … Dictionary of Greek
μορφωτικαῖς — μορφωτικός giving shape fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορφωτικαί — μορφωτικός giving shape fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορφωτικοί — μορφωτικός giving shape masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)